- λήτη
- Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα ερείπια της ομώνυμης πόλης της αρχαιότητας. Το 1702 οι κάτοικοι της περιοχής εξεγέρθηκαν εναντίον του κεφαλικού φόρου.
Ιστορία. Τα ερείπια της αρχαίας πόλης Λ. απλώνονται σε μεγάλη έκταση ανάμεσα στους οικισμούς Λαγυνά και Λ. και στη θέση Δερβένι, περίπου 6-8 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης. Το Δερβένι, όπως διαφαίνεται από την τουρκική ονομασία του, αποτελούσε καίρια στρατηγική θέση, ως υποχρεωτική διάβαση από την περιοχή του μυχού του Θερμαϊκού κόλπου προς τις λίμνες και τον κάμπο του Λαγκαδά. Σήμερα διακλαδίζεται εκεί μία κύρια οδική αρτηρία που ακολουθεί περίπου την κατεύθυνση της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού. Η εξέταση της γεωγραφικής θέσης της Λ. είναι απαραίτητη τόσο για την ταύτισή της όσο για την εκτίμηση της εμπορικής και στρατηγικής σημασίας της. Οι αραιές αναφορές από τους αρχαίους συγγραφείς δεν ήταν αρκετές ούτε για να εντοπιστεί ούτε για να σχηματιστεί μια πλήρης εικόνα. Γι’ αυτό και τα αρχαιολογικά ευρήματα από τη Λ. που ήρθαν στο φως το 1962 προκάλεσαν κατάπληξη.
Όσον αφορά τις μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, ο Αρποκρατίων παραπέμπει στον λόγο του Αθηναίου ρήτορα Υπερείδη Κατά Δημάδου, ο οποίος όμως δεν σώθηκε. Ούτε τα Μακεδονικά του νεότερου Μαρσύου από τους Φιλίππους σώθηκαν, στο ΣΤ’ βιβλίο των οποίων παραπέμπει πάλι ο Αρποκρατίων, λέγοντας ότι ο Μαρσύας «μνημονεύει πολλάκις» τη Λ. Από τον Αρποκρατίωνα προκύπτει μόνο η ονομασία της Λ., ότι επρόκειτο για πόλη της Μακεδονίας και ότι αναφέρθηκε από τον Υπερείδη μία φορά τουλάχιστον και πολλάκις από τον Μαρσύα τον νεότερο. Οι γεωγράφοι και οι φυσικοί υπήρξαν ακριβέστεροι στον γεωγραφικό προσδιορισμό της θέσης της πόλης. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (III, 12,23) και ο Πλίνιος (Historia Naturalis, 10,17) κατατάσσουν και οι δύο την πόλη στη Μυγδονία, την περιοχή της Μακεδονίας που οριζόταν από τον Αξιό, περιλάμβανε την περιοχή των λιμνών στα Α και έφτανε μέχρι τον Στρυμονικό κόλπο, στα στενά της Ρεντίνας. Ο Πλίνιος δίνει και τα ονόματα των γειτονικών πόλεων: Χαλάστρα, Φίληρος, Θεσσαλονίκη η Φίληρος και η Λ. όχι στην παραλία αλλά στο εσωτερικό (intus).
Ο Στέφανος Βυζάντιος (6ος αι. μ.Χ.) βασίστηκε στα Μακεδονικά του Θεαγένη (3ος-4ος αι. μ.Χ.) και αναφέρει ότι η Λ. πήρε την ονομασία της από ένα ιερό της Λητούς εκεί κοντά, ενώ το εθνικό επίθετο είναι Ληταίος.
Ο βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Βρυέννιος (σύζυγος της Άννας Κομνηνής), όταν περιγράφει γεγονότα γύρω στη Θεσσαλονίκη περίπου το 1080 μ.Χ. (βιβλίο Δ, 19), αναφέρει το όνομα μίας πόλης με την ονομασία Λίτη. Ο αποστάτης Βασιλάκιος, όπως γράφει ο Βρυέννιος, βγήκε από τη Θεσσαλονίκη προσπαθώντας να ξεφύγει από τον Αλέξιο Κομνηνό, πέρασε από τη λεγόμενη Λίτη, και, όταν έφτασε στον ποταμό που οι εγχώριοι αποκαλούν Γαλλικό, τον διέσχισε κάπου κοντά στο φρούριο Αετός, πέρασε και τον εκεί αύλακα και προχώρησε στην πεδιάδα προς τον Αξιό. Προκύπτει ότι η Λ. θα πρέπει να ήταν κάπου προς τα ΒΑ της Θεσσαλονίκης· η υπόθεση ενισχύεται και από τη λεγόμενη Ληταία πύλη του δυτικού σκέλους των τειχών της Θεσσαλονίκης, στο σημείο όπου περνάει τώρα η οδός Αγίου Δημητρίου.
Με βάση τις πληροφορίες αυτές, ιστορικοί, περιηγητές, αρχαιολόγοι και χαρτογράφοι τοποθέτησαν σε διάφορες θέσεις τη Λ., έως το 1875 περίπου: ο Kiepert στους χάρτες του, ο Tafel στη διατριβή του για τη Θεσσαλονίκη, ο Cousincry στο ταξιδιωτικό βιβλίο του για τη Μακεδονία, ο Leake στα Ταξίδια στη βόρεια Ελλάδα, ο Desdevises-du-Dezert στην αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας, ο Μελέτιος στη Γεωγραφία του κλπ.
Η επιγραφή που βρέθηκε στη σύγχρονη κωμόπολη Λ. από τον Νικόλαο Χατζηθωμά (σήμερα στο μουσείο της Κωνσταντινούπολης) πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Dushesne στη Revue Archéologique του 1875 και αργότερα πάλι από τον ίδιο και από άλλους. Αφορά ένα ψήφισμα 51 στίχων της Βουλής και του Δήμου των Ληταίων προς τιμήν του Ρωμαίου ταμία της επαρχίας Μάρκου Αννίου, ο οποίος, εκτός από τις αγαθοεργίες του προς τους Ληταίους, νίκησε και τους Γαλάτες. Η επιγραφή χρονολογείται στο έτος 118 π.Χ. και στο ψήφισμα γίνεται δύο φορές αναφορά στους Ληταίους, στους πολιτάρχες τους, στους βουλευτές, στη Βουλή και στον Δήμο, στον ταμία της πόλης κλπ. Ο όγκος και το βάρος της επιγραφής καθιστούν σχεδόν αδύνατο το ενδεχόμενο μεταφοράς της στο Αϊβάτι, λειτουργώντας ως αποφασιστική μαρτυρία για τη θέση της Λ.
Σε άλλη επιγραφή αναφέρεται το εθνικό επίθετο Ληταίος, καθώς και αγορανόμοι, γραμματείς, γυμνασίαρχοι και άλλοι άρχοντες της πόλης.
Πολλά τυχαία ευρήματα ήρθαν στο φως: βωμοί, επιτύμβια και αναθηματικά ανάγλυφα, αγάλματα από ένα ιερό της Δήμητρας και Κόρης, πήλινα ειδώλια και οι μήτρες για την κατασκευή τους, νομίσματα κλπ. Τα λείψανα της πόλης εμφανίζονται στις πλαγιές από τη μία και την άλλη πλευρά του Δερβενίου. Τα σπουδαιότερα μνημεία της Λ. είναι οι μακεδονικοί τάφοι, καλυμμένοι με τύμβο. Πριν από την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912, ο αρχαιολόγος Θεόδωρος Μακρίδης ανέσκαψε, μελέτησε και δημοσίευσε έναν από αυτούς. Ήταν δίχωρος και καμαροσκέπαστος, με πρόσοψη που αποτελούσε μίμηση πρόσοψης ναού, τα κινητά ευρήματα του οποίου μεταφέρθηκαν στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης και βρίσκονται εκεί μέχρι σήμερα. Το μνημείο ονομάστηκε Τάφος του Λαγκαδά. Ο κωνικός τύμβος του είναι ακόμη ευδιάκριτος, πευκόφυτος και τώρα περιφραγμένος, ενώ ο τάφος είναι ερειπωμένος αλλά προσιτός. Ένας άλλος μικρότερος μακεδονικός τάφος είναι περιφραγμένος κοντά στον προηγούμενο, ενώ ακόμη ένας βρίσκεται στην παρυφή του χωριού Λαγυνά προς τον κάμπο.
Τα σημαντικότερα ευρήματα του 1962 προήλθαν από μικρούς κιβωτιόσχημους τάφους. Πρόκειται κυρίως για χάλκινα και ασημένια αγγεία, ποικίλα σκεύη και όπλα, χρυσά κοσμήματα, καθώς και πήλινα, αλαβάστρινα και γυάλινα αγγεία. Μεταξύ των νομισμάτων είναι και χρυσά τριώβολα της εποχής του Φιλίππου Β’ και του Αλεξάνδρου· επίσης χρυσή είναι μία μικρή κεφαλή Ηρακλή κατασκευασμένη από έλασμα, καθώς και άλλα μικροαντικείμενα. Απροσδόκητο εύρημα αποτέλεσαν κάποια λείψανα παπύρου που βρέθηκαν σε νεκρική πυρά. Είναι ο μόνος πάπυρος που έχει βρεθεί επί ελληνικού εδάφους και ίσως ο αρχαιότερος ελληνικός πάπυρος, χρονολογούμενος στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Σώζει κάποια σχόλια σε ορφική θεογονία (Σ.Γ. Καψωμένος, Ο ορφικός πάπυρος της Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογικόν Δελτίον 19, 1964, σελ. 17 και εξής).
Το πολυτιμότερο από όλα τα ευρήματα είναι ένας περίφημος χάλκινος κρατήρας που φέρει διονυσιακές παραστάσεις. Το ύψος του είναι μεγαλύτερο από 90 εκ. και το βάρος του περίπου 40 κιλά. Μία επιγραφή στο χείλος του κρατήρα αναφέρει πως ήταν κτήμα του Αστίωνα, γιου του Αναξαγόρα, από τη Λάρισα. Χρονολογείται είτε στο γ’ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. είτε προς το 300 π.Χ. Τα ευρήματα του 1962 από τους κιβωτιόσχημους τάφους εκτίθενται σε ειδική αίθουσα του Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Στο Δερβένι (Λητή) βρέθηκε ο μόνος πάπυρος στην Ελλάδα, ίσως ο αρχαιότερος ελληνικός πάπυρος (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Στη φωτογραφία, η στήλη 14 του παπύρου.
Το πάνω μέρος του χάλκινου κρατήρα, που βρέθηκε στους τάφους του Δερβενίου, όπου διακρίνονται τα κύρια πρόσωπα της παράστασης, ο Διόνυσος και η Αριάδνη (Μουσείο Θεσσαλονίκης).
Λεπτομέρεια από τον χάλκινο κρατήρα, το πολυτιμότερο από όλα τα ευρήματα των τάφων του Δερβενίου, που είναι κατασκευασμένος από τέσσερα κομμάτια: το κυρίως σώμα, τη βάση και τις δύο λαβές? υπάρχουν επίσης μέρη της διακόσμησης επικολλημένα (Μουσείο Θεσσαλονίκης).
* * *λῄτη, ἡ (Α)βλ. ληίτη.
Dictionary of Greek. 2013.